προτρεπτικούς

προτρεπτικούς
προτρεπτικός
hortatory
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • повелѣвати — ПОВЕЛѢВА|ТИ (797), Ю, ѤТЬ гл. 1.Приказывать, повелевать: правовѣрью же поборьникъ Феѡдоръ. не преста˫аше твор˫а ѡбычьны˫а… мч҃тль. понѥ же ни тьрпѣти мога. ˫ако же бѣ дьрзновѣниѥ мѹжа. повелѣваѥть съ тъщааниѥмь ѥго изгнати из вѹзанти˫а и въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… …   Dictionary of Greek

  • συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”